διακορεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διακορεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του διακόρευση
- εναλλακτικά: διακόρευσης
διακορεύσεως θηλυκό