διακωμωδώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
διακωμωδώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διακωμωδώ
- ↪ Διακωμωδώντας τα χάλια τους, βρήκαν μια κάποια παρηγοριά.