διαπίστευσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διαπίστευσης θηλυκό
- γενική ενικού του διαπίστευση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- διαπιστεύσεως (λόγιο)
διαπίστευσης θηλυκό