διασωληνώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διασωληνώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του διασωλήνωση
- εναλλακτικά: διασωλήνωσης
διασωληνώσεως θηλυκό