δικομήτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δικομήτρα < δίκη + μήτρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δικομήτρα θηλυκό

  • αυτή που προκαλεί έριδες