διορυχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διορυχή θηλυκό
- η ενέργεια του διορύττω, το άνοιγμα καναλιού, αυλακιού, διώρυγας, το σκάψιμο ανάμεσα σε άλλα, δια μέσου άλλων
- το να υποσκάπτει κάποιος (π.χ. τα θεμέλια των νόμων, της δημοκρατίας)