διοχετεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διοχετεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος διοχετεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

διοχετεύομαι

→ δείτε τη λέξη διοχετεύω