διπλοχαιρετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διπλοχαιρετώ < μεσαιωνική ελληνική διπλοχαιρετίζω / διπλοχαιρετώ
Ρήμα[επεξεργασία]
διπλοχαιρετώ ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διπλοχαιρετάω - διπλοχαιρετώ | διπλοχαιρετούσα | θα διπλοχαιρετάω - διπλοχαιρετώ | να διπλοχαιρετάω - διπλοχαιρετώ | διπλοχαιρετώντας | |
β' ενικ. | διπλοχαιρετάς | διπλοχαιρετούσες | θα διπλοχαιρετάς | να διπλοχαιρετάς | διπλοχαιρέτα - διπλοχαιρέταγε | |
γ' ενικ. | διπλοχαιρετάει - διπλοχαιρετά | διπλοχαιρετούσε | θα διπλοχαιρετάει - διπλοχαιρετά | να διπλοχαιρετάει - διπλοχαιρετά | ||
α' πληθ. | διπλοχαιρετάμε - διπλοχαιρετούμε | διπλοχαιρετούσαμε | θα διπλοχαιρετάμε - διπλοχαιρετούμε | να διπλοχαιρετάμε - διπλοχαιρετούμε | ||
β' πληθ. | διπλοχαιρετάτε | διπλοχαιρετούσατε | θα διπλοχαιρετάτε | να διπλοχαιρετάτε | διπλοχαιρετάτε | |
γ' πληθ. | διπλοχαιρετάν(ε) - διπλοχαιρετούν(ε) | διπλοχαιρετούσαν(ε) | θα διπλοχαιρετάν(ε) - διπλοχαιρετούν(ε) | να διπλοχαιρετάν(ε) - διπλοχαιρετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διπλοχαιρέτησα | θα διπλοχαιρετήσω | να διπλοχαιρετήσω | διπλοχαιρετήσει | ||
β' ενικ. | διπλοχαιρέτησες | θα διπλοχαιρετήσεις | να διπλοχαιρετήσεις | διπλοχαιρέτα - διπλοχαιρέτησε | ||
γ' ενικ. | διπλοχαιρέτησε | θα διπλοχαιρετήσει | να διπλοχαιρετήσει | |||
α' πληθ. | διπλοχαιρετήσαμε | θα διπλοχαιρετήσουμε | να διπλοχαιρετήσουμε | |||
β' πληθ. | διπλοχαιρετήσατε | θα διπλοχαιρετήσετε | να διπλοχαιρετήσετε | διπλοχαιρετήστε | ||
γ' πληθ. | διπλοχαιρέτησαν διπλοχαιρετήσαν(ε) |
θα διπλοχαιρετήσουν(ε) | να διπλοχαιρετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διπλοχαιρετήσει | είχα διπλοχαιρετήσει | θα έχω διπλοχαιρετήσει | να έχω διπλοχαιρετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διπλοχαιρετήσει | είχες διπλοχαιρετήσει | θα έχεις διπλοχαιρετήσει | να έχεις διπλοχαιρετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διπλοχαιρετήσει | είχε διπλοχαιρετήσει | θα έχει διπλοχαιρετήσει | να έχει διπλοχαιρετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διπλοχαιρετήσει | είχαμε διπλοχαιρετήσει | θα έχουμε διπλοχαιρετήσει | να έχουμε διπλοχαιρετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διπλοχαιρετήσει | είχατε διπλοχαιρετήσει | θα έχετε διπλοχαιρετήσει | να έχετε διπλοχαιρετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διπλοχαιρετήσει | είχαν διπλοχαιρετήσει | θα έχουν διπλοχαιρετήσει | να έχουν διπλοχαιρετήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διπλοχαιρετώ
|