εγκάρδια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εγκάρδια < εγκάρδιος +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

εγκάρδια

  • με εγκάρδιο τρόπο
    ο οικοδεσπότης καλωσόρισε εγκάρδια τους καλεσμένους του

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]