διώξει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

διώξει (ˈðʝo.ksi)

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διώχνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διώχνω
  3. θα διώξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διώχνω

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

διώξει (ðiˈo.ksi)

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διώκω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διώκω
  3. θα διώξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διώκω