διώξουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

διώξουν (ˈðʝo.ksun)

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διώχνω
  2. θα διώξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διώχνω

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

διώξουν (ðiˈo.ksun)

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διώκω
  2. θα διώξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διώκω