δοξάσατε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

δοξάσατε

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

δοξάσατε
  • β΄ πρόσωπο πληθυντικού προστακτικής ενεργητικού αορίστου του ρήματος δοξάζω
  • "Χριστός γεννᾶται δοξάσατε"
→ δείτε τη λέξη  δοξάζω