δυσκολευτείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δυσκολευτείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δυσκολεύομαι
- θα δυσκολευτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δυσκολεύομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος δυσκολεύομαι