δόναξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δόναξ < δονέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δόναξ
- καλάμι, Ὅμηρος (Κ 466 · ξ 474). Φαίνεται ότι με τη λέξη δόναξ αναφερόταν το καλάμι, ενώ με την λέξη κάλαμος, αναφερόταν η καλαμιά, ολόκληρη η φυτεία από καλάμια
- κατασκευές / εργαλείας από καλάμι:
- βέλος
- αὐτίκα τόξον ἕλκετ᾽ ἐπ᾽ Εὐρυπύλῳ, καί μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ δεξιόν· ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν. Ὅμηρος, Ηλιάδα, Λ 584
- αμέσως το δοξάρι πισωτραβάει απάνου του, και στο δεξύ μερί του με τη σαΐτα τον τρυπάει. Κι' έσπασε το καλάμι, και το μερί του βάρυνε· (Μετάφραση Πάλλη)
- φλογέρα
- λεπτοῦ διανισόμενον χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων, τοὶ παρὰ καλλίχορον ναίοισι πόλιν Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει (Πίνδαρος, Πυθιονίκαις, 12,25)
- Κι η μελωδία αυτή περνάει συχνά μέσα από λεπτοδουλεμένο χαλκό κι από καλάμια που φυτρώνουν κοντά στην όμορφη την πόλη των Χαρίτων, στο τέμενος της Κηφησίδας Νύμφης (μετάφραση Γιάννη Οικονομίδη)
- γραφίδα μελάνης (Φίλιππος Θεσσ., Παλ. Ανθολ. 6,62,2. Δαμόχαρις 6,63,5. Παῦλος Σιλεντιάριος 6,64,3 / 6,65,5-6 / 6,66,8)
- Κυκλοτερῆ μόλιβον, σελίδων σημάντορα πλευρῆς, καὶ σμίλαν, δονάκων ἀκροβελῶν γλυφίδα (Φιλίππου Θεσσαλονικέος Παλατινή Ανθολογία 6.62)
- βέλος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- δόναξ Φιλόλογος, Επιστημονικό Αρχείο Κειμένων και Μελετών