φλογέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλογέρα | οι | φλογέρες |
γενική | της | φλογέρας | — | |
αιτιατική | τη | φλογέρα | τις | φλογέρες |
κλητική | φλογέρα | φλογέρες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλογέρα < αλβανική flojere < αρωμουνική fluiarã / fluearã < λατινική flaturalis < flatura, θηλυκό του flaturus, μετοχή ενεργητικού μέλλοντα του ρήματος flo < πρωτοϊταλικά *flaō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰleh₁- (φυσώ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /flɔˈʝɛ.ɾa/
- συλλαβισμός : φλο‐γέ‐ρα
- τονικό παρώνυμο: φλογερά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλογέρα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) παραδοσιακό πνευστό μουσικό όργανο, κυλινδρικό, με ανοιχτά τα δύο άκρα του, και τρύπες. Κατασκευασμένο από καλάμι, κόκαλο
- (γαστρονομία) είδος γλυκού ή φαγητού σε σχήμα κυλίνδρου, παρόμοιου με το μουσικό όργανο, γεμισμένου με υλικά επιλογής
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)