εγκαταβιώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]εγκαταβιώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εγκαταβίωση
- εναλλακτικά: εγκαταβίωσης
εγκαταβιώσεως θηλυκό