εγκεντρίσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εγκεντρίσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εγκέντριση
- εναλλακτικά: εγκέντρισης
εγκεντρίσεως θηλυκό