εδώδιμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εδώδιμα < εδώδιμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εδώδιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα τρόφιμα
- τα παλιά μπακάλικα είχαν συχνά μια ταμπέλα που έγραφε: "Εδώδιμα - Αποικιακά"
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εδώδιμα
|