εδώδιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εδώδιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐδώδιμος < ἐδωδή < ἔδω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈðo.ði.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐δώ‐δι‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
εδώδιμος, -η, -ο
- που τρώγεται