εκβλάστησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκβλάστησης θηλυκό
- γενική ενικού του εκβλάστηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- εκβλαστήσεως (λόγιο)
εκβλάστησης θηλυκό