εκθαμβώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εκθαμβώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εκθαμβώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκθαμβώνομαι | εκθαμβωνόμουν(α) | θα εκθαμβώνομαι | να εκθαμβώνομαι | ||
β' ενικ. | εκθαμβώνεσαι | εκθαμβωνόσουν(α) | θα εκθαμβώνεσαι | να εκθαμβώνεσαι | (εκθαμβώνου) | |
γ' ενικ. | εκθαμβώνεται | εκθαμβωνόταν(ε) | θα εκθαμβώνεται | να εκθαμβώνεται | ||
α' πληθ. | εκθαμβωνόμαστε | εκθαμβωνόμαστε εκθαμβωνόμασταν |
θα εκθαμβωνόμαστε | να εκθαμβωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εκθαμβώνεστε | εκθαμβωνόσαστε εκθαμβωνόσασταν |
θα εκθαμβώνεστε | να εκθαμβώνεστε | (εκθαμβώνεστε) | |
γ' πληθ. | εκθαμβώνονται | εκθαμβώνονταν εκθαμβωνόντουσαν |
θα εκθαμβώνονται | να εκθαμβώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκθαμβώθηκα | θα εκθαμβωθώ | να εκθαμβωθώ | εκθαμβωθεί | ||
β' ενικ. | εκθαμβώθηκες | θα εκθαμβωθείς | να εκθαμβωθείς | εκθαμβώσου | ||
γ' ενικ. | εκθαμβώθηκε | θα εκθαμβωθεί | να εκθαμβωθεί | |||
α' πληθ. | εκθαμβωθήκαμε | θα εκθαμβωθούμε | να εκθαμβωθούμε | |||
β' πληθ. | εκθαμβωθήκατε | θα εκθαμβωθείτε | να εκθαμβωθείτε | εκθαμβωθείτε | ||
γ' πληθ. | εκθαμβώθηκαν εκθαμβωθήκαν(ε) |
θα εκθαμβωθούν(ε) | να εκθαμβωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκθαμβωθεί | είχα εκθαμβωθεί | θα έχω εκθαμβωθεί | να έχω εκθαμβωθεί | εκθαμβωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκθαμβωθεί | είχες εκθαμβωθεί | θα έχεις εκθαμβωθεί | να έχεις εκθαμβωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκθαμβωθεί | είχε εκθαμβωθεί | θα έχει εκθαμβωθεί | να έχει εκθαμβωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκθαμβωθεί | είχαμε εκθαμβωθεί | θα έχουμε εκθαμβωθεί | να έχουμε εκθαμβωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκθαμβωθεί | είχατε εκθαμβωθεί | θα έχετε εκθαμβωθεί | να έχετε εκθαμβωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκθαμβωθεί | είχαν εκθαμβωθεί | θα έχουν εκθαμβωθεί | να έχουν εκθαμβωθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκθαμβώνομαι
|