εκκαθαριστικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκκαθαριστικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκκαθαριστικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε εκκαθαριστικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

εκκαθαριστικώς

Πηγές[επεξεργασία]