εκπυρσοκροτήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκπυρσοκροτήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εκπυρσοκρότηση
- εναλλακτικά: εκπυρσοκρότησης
εκπυρσοκροτήσεως θηλυκό