εκπόρνευσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκπόρνευσης θηλυκό
- γενική ενικού του εκπόρνευση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- εκπορνεύσεως (λόγιο)
εκπόρνευσης θηλυκό