εκτρωτικών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]εκτρωτικών
- γενική πληθυντικού του εκτρωτικός
- γενική πληθυντικού του εκτρωτική
- γενική πληθυντικού του εκτρωτικό