ελευθέρωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ελευθέρωσης θηλυκό
- γενική ενικού του ελευθέρωση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ελευθερώσεως (λόγιο)
ελευθέρωσης θηλυκό