εμμηνόπαυσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εμμηνόπαυσης θηλυκό
- γενική ενικού του εμμηνόπαυση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- εμμηνοπαύσεως (λόγιο)
εμμηνόπαυσης θηλυκό