ενάτε λαβράτσι ο βάννε
Εμφάνιση
Τσακωνικά (tsd)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]ενάτε λαβράτσι ο βάννε
- (μεταφορικά) έγινε σαν λαβράκι το αρνί, πάχυνε πολύ το αρνί
Πηγές
[επεξεργασία]- λαβράτσι - σελ.157.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens