ενδογενέσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενδογενέσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ενδογένεση
- εναλλακτικά: ενδογένεσης
ενδογενέσεως θηλυκό