ενδοσυνδέσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενδοσυνδέσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ενδοσύνδεση
- εναλλακτικά: ενδοσύνδεσης
ενδοσυνδέσεως θηλυκό