εννοιοποιήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εννοιοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εννοιοποίηση
- εναλλακτικά: εννοιοποίησης
εννοιοποιήσεως θηλυκό