ενυπάρχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενυπάρχω < εν- + υπάρχω

Ρήμα[επεξεργασία]

ενυπάρχω

  • υπάρχω μέσα σε κάτι εγγενώς
    σε κάθε άνθρωπο ενυπάρχει το στοιχείο της βίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]