εξέπεμψα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈkse.pem.psa/
 

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εξέπεμψα