εξαμηνιαίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαμηνιαίως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἑξαμηνιαίως < ελληνιστική κοινή ἑξαμηνιαῖος. Μορφολογικά αναλύεται σε εξαμηνιαί(ος) + -ως.
Επίρρημα[επεξεργασία]
εξαμηνιαίως
- (παρωχημένο) σε κάθε εξάμηνο
Πηγές[επεξεργασία]
- ἑξαμηνιαίως - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- εξαμηνιαίως - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)