εξειδίκευσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εξειδίκευσης θηλυκό
- γενική ενικού του εξειδίκευση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- εξειδικεύσεως (λόγιο)
εξειδίκευσης θηλυκό