εξευρωπάϊσε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξευρωπάϊσε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εξευρωπαΐζω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εξευρωπαΐζω