εξιδανικεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]εξιδανικεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εξιδανίκευση
- εναλλακτικά: εξιδανίκευσης
εξιδανικεύσεως θηλυκό