εξορίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξορίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εξορίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξορίζομαι | εξοριζόμουν(α) | θα εξορίζομαι | να εξορίζομαι | ||
β' ενικ. | εξορίζεσαι | εξοριζόσουν(α) | θα εξορίζεσαι | να εξορίζεσαι | (εξορίζου) | |
γ' ενικ. | εξορίζεται | εξοριζόταν(ε) | θα εξορίζεται | να εξορίζεται | ||
α' πληθ. | εξοριζόμαστε | εξοριζόμαστε εξοριζόμασταν |
θα εξοριζόμαστε | να εξοριζόμαστε | ||
β' πληθ. | εξορίζεστε | εξοριζόσαστε εξοριζόσασταν |
θα εξορίζεστε | να εξορίζεστε | (εξορίζεστε) | |
γ' πληθ. | εξορίζονται | εξορίζονταν εξοριζόντουσαν |
θα εξορίζονται | να εξορίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξορίστηκα | θα εξοριστώ | να εξοριστώ | εξοριστεί | ||
β' ενικ. | εξορίστηκες | θα εξοριστείς | να εξοριστείς | εξορίσου | ||
γ' ενικ. | εξορίστηκε | θα εξοριστεί | να εξοριστεί | |||
α' πληθ. | εξοριστήκαμε | θα εξοριστούμε | να εξοριστούμε | |||
β' πληθ. | εξοριστήκατε | θα εξοριστείτε | να εξοριστείτε | εξοριστείτε | ||
γ' πληθ. | εξορίστηκαν εξοριστήκαν(ε) |
θα εξοριστούν(ε) | να εξοριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξοριστεί | είχα εξοριστεί | θα έχω εξοριστεί | να έχω εξοριστεί | εξορισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξοριστεί | είχες εξοριστεί | θα έχεις εξοριστεί | να έχεις εξοριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξοριστεί | είχε εξοριστεί | θα έχει εξοριστεί | να έχει εξοριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξοριστεί | είχαμε εξοριστεί | θα έχουμε εξοριστεί | να έχουμε εξοριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξοριστεί | είχατε εξοριστεί | θα έχετε εξοριστεί | να έχετε εξοριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξοριστεί | είχαν εξοριστεί | θα έχουν εξοριστεί | να έχουν εξοριστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξορίζομαι
|