εξορισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξορίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
εξορισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξορίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξορισμένος
|