εξυμνηθείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εξυμνηθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξυμνούμαι
  2. θα εξυμνηθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξυμνούμαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εξυμνούμαι