εξωθούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]εξωθούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος εξωθώ
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξωθούμαι | εξωθούμουν | θα εξωθούμαι | να εξωθούμαι | ||
β' ενικ. | εξωθείσαι | εξωθούσουν | θα εξωθείσαι | να εξωθείσαι | ||
γ' ενικ. | εξωθείται | εξωθούνταν | θα εξωθείται | να εξωθείται | ||
α' πληθ. | εξωθούμαστε | εξωθούμασταν εξωθούμαστε |
θα εξωθούμαστε | να εξωθούμαστε | ||
β' πληθ. | εξωθείστε | εξωθούσασταν εξωθούσαστε |
θα εξωθείστε | να εξωθείστε | εξωθείστε | |
γ' πληθ. | εξωθούνται | εξωθούνταν | θα εξωθούνται | να εξωθούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξωθήθηκα | θα εξωθηθώ | να εξωθηθώ | εξωθηθεί | ||
β' ενικ. | εξωθήθηκες | θα εξωθηθείς | να εξωθηθείς | εξωθήσου | ||
γ' ενικ. | εξωθήθηκε | θα εξωθηθεί | να εξωθηθεί | |||
α' πληθ. | εξωθηθήκαμε | θα εξωθηθούμε | να εξωθηθούμε | |||
β' πληθ. | εξωθηθήκατε | θα εξωθηθείτε | να εξωθηθείτε | εξωθηθείτε | ||
γ' πληθ. | εξωθήθηκαν εξωθηθήκαν(ε) |
θα εξωθηθούν(ε) | να εξωθηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξωθηθεί | είχα εξωθηθεί | θα έχω εξωθηθεί | να έχω εξωθηθεί | εξωθημένος | |
β' ενικ. | έχεις εξωθηθεί | είχες εξωθηθεί | θα έχεις εξωθηθεί | να έχεις εξωθηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξωθηθεί | είχε εξωθηθεί | θα έχει εξωθηθεί | να έχει εξωθηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξωθηθεί | είχαμε εξωθηθεί | θα έχουμε εξωθηθεί | να έχουμε εξωθηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξωθηθεί | είχατε εξωθηθεί | θα έχετε εξωθηθεί | να έχετε εξωθηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξωθηθεί | είχαν εξωθηθεί | θα έχουν εξωθηθεί | να έχουν εξωθηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξωθούμαι
|