επέστη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επέστη < αρχαία ελληνική, αόριστος του ρήματος ἐφίσταμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

επέστη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]