επανδρώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επανδρώνομαι< παθητική φωνή του ρήμ. επανδρώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

επανδρώνομαι

Κλίση[επεξεργασία]