επανεκμισθώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]επανεκμισθώνω (παθητική φωνή: επανεκμισθώνομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επανεκμισθώνω | επανεκμίσθωνα | θα επανεκμισθώνω | να επανεκμισθώνω | επανεκμισθώνοντας | |
β' ενικ. | επανεκμισθώνεις | επανεκμίσθωνες | θα επανεκμισθώνεις | να επανεκμισθώνεις | επανεκμίσθωνε | |
γ' ενικ. | επανεκμισθώνει | επανεκμίσθωνε | θα επανεκμισθώνει | να επανεκμισθώνει | ||
α' πληθ. | επανεκμισθώνουμε | επανεκμισθώναμε | θα επανεκμισθώνουμε | να επανεκμισθώνουμε | ||
β' πληθ. | επανεκμισθώνετε | επανεκμισθώνατε | θα επανεκμισθώνετε | να επανεκμισθώνετε | επανεκμισθώνετε | |
γ' πληθ. | επανεκμισθώνουν(ε) | επανεκμίσθωναν επανεκμισθώναν(ε) |
θα επανεκμισθώνουν(ε) | να επανεκμισθώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επανεκμίσθωσα | θα επανεκμισθώσω | να επανεκμισθώσω | επανεκμισθώσει | ||
β' ενικ. | επανεκμίσθωσες | θα επανεκμισθώσεις | να επανεκμισθώσεις | επανεκμίσθωσε | ||
γ' ενικ. | επανεκμίσθωσε | θα επανεκμισθώσει | να επανεκμισθώσει | |||
α' πληθ. | επανεκμισθώσαμε | θα επανεκμισθώσουμε | να επανεκμισθώσουμε | |||
β' πληθ. | επανεκμισθώσατε | θα επανεκμισθώσετε | να επανεκμισθώσετε | επανεκμισθώστε | ||
γ' πληθ. | επανεκμίσθωσαν επανεκμισθώσαν(ε) |
θα επανεκμισθώσουν(ε) | να επανεκμισθώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επανεκμισθώσει | είχα επανεκμισθώσει | θα έχω επανεκμισθώσει | να έχω επανεκμισθώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επανεκμισθώσει | είχες επανεκμισθώσει | θα έχεις επανεκμισθώσει | να έχεις επανεκμισθώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επανεκμισθώσει | είχε επανεκμισθώσει | θα έχει επανεκμισθώσει | να έχει επανεκμισθώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επανεκμισθώσει | είχαμε επανεκμισθώσει | θα έχουμε επανεκμισθώσει | να έχουμε επανεκμισθώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επανεκμισθώσει | είχατε επανεκμισθώσει | θα έχετε επανεκμισθώσει | να έχετε επανεκμισθώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επανεκμισθώσει | είχαν επανεκμισθώσει | θα έχουν επανεκμισθώσει | να έχουν επανεκμισθώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επανεκμισθώνω
|