επανεκμισθώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επανεκμισθώνω < επαν- + εκμισθώνω

επανεκμισθώνω (παθητική φωνή: επανεκμισθώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]