Μετάβαση στο περιεχόμενο

εκμισθώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκμισθώνω < αρχαία ελληνική ἐκμισθῶ < μισθός

εκμισθώνω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]