lease
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lease | leases |
lease (en)
- η ενοικίαση, η μίσθωση
- (νομικός όρος) το ενοικιαστήριο, η μίσθωση (σύμβαση ή συμφωνία)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | lease |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leases |
αόριστος | leased |
παθητική μετοχή | leased |
ενεργητική μετοχή | leasing |
lease (en)
- (λαϊκότροπο, μεταβατικό) νοικιάζω από κάποιον (αυτοκίνητο, σπίτι, κ.λπ.)
- (λόγιο, νομικός όρος, μεταβατικό) νοικιάζω σε κάποιον
Πηγές[επεξεργασία]
- lease - Cambridge Dictionary online
- lease - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 294. ISBN 9780194325684., λήμμα: ενοικιάζω