επικαρπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επικαρπία οι επικαρπίες
      γενική της επικαρπίας των επικαρπιών
    αιτιατική την επικαρπία τις επικαρπίες
     κλητική επικαρπία επικαρπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επικαρπία < αρχαία ελληνική ἐπικαρπία < ἐπί + καρπός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική usufruit[1])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.kaɾˈpi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐καρ‐πί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επικαρπία θηλυκό

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. επικαρπίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023), λήμμα: επικαρπία