επικαρπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικαρπία < αρχαία ελληνική ἐπικαρπία < ἐπί + καρπός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική usufruit[1])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.kaɾˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐καρ‐πί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επικαρπία θηλυκό
- (νομικός όρος) το δικαίωμα να χρησιμοποιεί κανείς και να καρπώνεται ιδιοκτησία που ανήκει κατά ψιλή κυριότητα σε άλλον
[επεξεργασία]
- επικαρπώνομαι / επικαρπούμαι
- επικαρπωτής
- επικαρπώτρια
- → δείτε τις λέξεις επί και καρπός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικαρπία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)