επανεκπέμπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επανεκπέμπω < επαν- + εκπέμπω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réémettre)
Ρήμα[επεξεργασία]
επανεκπέμπω
επανεκπέμπω