επευφημητικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επευφημητικώς < επευφημητικός + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
επευφημητικώς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις επευφημητικός, επευφημώ, εύφημος, ευ και φήμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επευφημητικώς
|