επιδεινώνοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]επιδεινώνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος επιδεινώνω
- ↪ Άρχισε να ξαναπίνει επιδεινώνοντας έτσι την κατάστασή του.